
Γιατί σήμερα χρησιμοποιούμε τόσο πολύ τον πληθυντικό αντί του ενικού?
Γιατί σήμερα χρησιμοποιούμε τόσο πολύ τον πληθυντικό αριθμό? Από ευγένεια και σεβασμό ή από συνήθεια? Συχνά, απευθυνόμαστε σε “έναν” άνθρωπο που η γλώσσα τον μετατρέπει σε “πολλούς”. Ισχύει πως ο ενικός αριθμός προϋποθέτει συναναστροφή, τριβή και οικειότητα?
Παρατηρώντας διάφορα είδη συζητήσεων, δεν είναι λίγες οι φορές που ακόμα και μεγάλοι άνθρωποι απευθύνονται σήμερα στον πληθυντικό αριθμό σε άτομα που είναι ηλικιακά μικρότερα τους. Στο μυαλό των περισσότερων από εμάς, ο ενικός έχει συνδεθεί με την αγένεια, ενώ ο πληθυντικός με την ευπρέπεια. Κάθε φορά που γνωρίζουμε έναν άνθρωπο, ανεξάρτητα από το εάν αποπνέει από το πρώτο λεπτό εμπιστοσύνη και οικειότητα, πρέπει για τους “τύπους” να του μιλήσουμε στον πληθυντικό για να μην παρεξηγηθούμε.
Αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί η χρήση του πληθυντικού θεωρείται πως τηρεί το σεβασμό, κρατάει αποστάσεις “ασφαλείας” και ακολουθεί τους κανόνες “σωστής” συμπεριφοράς. Ο ενικός, από την άλλη, απαιτεί εξοικείωση για να χρησιμοποιηθεί. Το ερώτημα που προκύπτει είναι, πόσο πραγματικά ευγενικοί είμαστε στους τρόπους, συνήθειες και συμπεριφορές? Μήπως σαν λαός μάθαμε να κρατάμε τα προσχήματα και ξεχάσαμε τις πραγματικές αξίες και τα ήθη? Και μήπως δεν είναι καν δικά μας προ-σχήματα, αλλά άλλοι μας τα επέβαλαν?
Ο πληθυντικός είναι ένα γλωσσικό φαινόμενο της νεότερης Ελλάδας
Ψάχνοντας τις ρίζες της “ευγένειας”, ο πληθυντικός είναι ένα γλωσσικό φαινόμενο της νεότερης Ελλάδας. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν πληθυντικό ευγενείας, σεβασμού, μη οικειότητας, ή ακόμα και ειρωνείας. Ο λεγόμενος “πληθυντικός ευγενείας” απουσίαζε παντελώς από την αρχαία ελληνική τραγωδία και κωμωδία. Οι αρχαίοι δεν αποχωρίζονταν τον ενικό, ακόμα κι όταν βρίσκονταν στα πρόθυρα του Άδη, ενώ υποστηρίζεται ότι ήταν “αφοσιωμένοι σε αυτόν μέχρι θανάτου”.
Πώς μπήκε στη ζωή μας ο πληθυντικός?
Οι Γάλλοι ευγενείς και αριστοκράτες ήθελαν πάντα ένα ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα, που θα τους ξεχώριζε από τον “απλοϊκό” λαό. Με βάση αυτή την ιδέα, έπλασαν τον πληθυντικό ευγενείας (pluriel de politesse) και τον επέβαλαν στις άλλες κοινωνικές τάξεις. Ο πληθυντικός πέρασε στην ελληνική γλώσσα από εξέχουσες αριστοκρατικές οικογένειες της Αθήνας στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και στις αρχές του εικοστού. Οι οικογένειες αυτές ήθελαν να “το παίξουν”, σύμφωνα με το λαό, “αριστοκράτες”. Μιλώντας μισά ελληνικά και μισά γαλλικά, άρχισαν να μιμούνται τους γαλλικούς τρόπους καλής συμπεριφοράς.